νυκτοναστία — η βοτ. ναστία που οφείλεται στην εναλλαγή της ημέρας και τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. nyctinasty < νύξ, νυκτός + nasty ναστία*] … Dictionary of Greek
θερμοναστία — η η κίνηση των φυτικών οργάνων υπό την επίδραση τής θερμότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermonasty< thermo (πρβλ. θερμ[ο] *) + nasty (πρβλ. ναστία< ναστός «συμπιεσμένος, σταθερός» < νάσσω «συμπιέζω»)] … Dictionary of Greek
θιγμοναστία — η (θιολ.) κίνηση ενός φυτικού οργάνου, π.χ. οι κάμψεις των ελίκων τού αμπελιού, ως απόκριση σε μηχανικό ερέθισμα που προέρχεται από την επαφή με στερεό αντικείμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. thigmonastie < thigmo (πρβλ. θίγμα) +… … Dictionary of Greek
σεισμοναστία — η, Ν βοτ. χαρακτηριστικές γρήγορες κινήσεις ορισμένων φυτών ή οργάνων τους, οι οποίες αποτελούν απόκριση σε εξωτερικά ερεθίσματα, όπως είναι η δόνηση, ο κλονισμός ή το χτύπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. seismonasty (< σεισμός +… … Dictionary of Greek
υπνοναστία — η, Ν βοτ. κινήσεις ύπνου που σχετίζονται με την εναλλαγή τής ημέρας και τής νύχτας και οι οποίες πραγματοποιούνται από φυτικά τμήματα, ιδίως τα φύλλα και τα άνθη, τα οποία παίρνουν μια χαρακτηριστική θέση κατά τη διάρκεια τής νύχτας, αλλ.… … Dictionary of Greek
φωτοναστία — η, Ν βοτ. ναστία και, ιδίως, κάμψη φυτού ή οργάνου του που προκαλείται από παραλλαγές τής φωτεινότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photonastie] … Dictionary of Greek